- ἐϋκρήπις
- ἐϋκρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,A well-based, Nonn.D.40.258.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εϋκρήπις — ἐϋκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία κρηπίδα, ισχυρή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κρηπίς] … Dictionary of Greek
ἐυκρήπιδα — ἐυκρήπις well based fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκρήπιδι — ἐυκρήπις well based fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκρήπιδος — ἐυκρήπις well based fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)